- σακχαροδιαβήτης
- ο, Νο σακχαρώδης διαβήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + διαβήτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχαροδιαβήτης — σακχαροδιαβήτης, o, βλ. ζαχαροδιαβήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] … Dictionary of Greek